- ἀλιτραίνω
- ἀλιταίνωsinpres subj act 1st sg (epic)ἀλιταίνωsinpres ind act 1st sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλιτραίνω — ἀλιτραίνω (Α) [ἀλιτρός] επικ. ρ. αντί τού ἀλιταίνω * αδικώ, αμαρτάνω … Dictionary of Greek
αλιτρός — ἀλιτρός, όν (Α) 1. (και ως ουσ.) αμαρτωλός, κακός, ασεβής, ανόσιος 2. δόλιος, πονηρός, πανούργος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀλιτρά ανόσια έργα, αμαρτίες, αδικήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιταίνω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλιτραίνω, ἀλιτρία, ἀλιτροσύνη, ἀλιτρῶ … Dictionary of Greek